Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 61 εγγραφές  [0-20]


  • αδρόνιο [ἁδρόνιο] α-δρό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {αδρονί-ων, συνήθ. στον πληθ.}: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κάθε υποατομικό σωματίδιο που αποτελείται από κουάρκ και διασπάται ή αντιδρά με ισχυρές αλληλεπιδράσεις: επιταχυντής ~ων. Τα ~α διακρίνονται σε βαρυόνια και μεσόνια. Τα πρωτόνια και τα νετρόνια είναι είδη ~ων. Βλ. γκλου-, λεπτ-όνιο. [< αγγλ. hadron < ἁδρός, 1962, γαλλ. ~, 1965]
  • ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]
  • αντίδραση [ἀντίδραση] α-ντί-δρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ενέργεια ή συμπεριφορά που εκδηλώνεται ως επακόλουθο γεγονότος, πράξης ή κατάστασης: άμεση/απρόβλεπτη/αυθόρμητη/υγιής/φυσιολογική/χαλαρή ~. Αρνητική/θετική ~ (πβ. ανταπόκριση). Ποια ήταν η ~ή του στο θέαμα/όταν είδε ... (= πώς αντέδρασε); Η μόνη/πρώτη του ~ ήταν να ... Η είδηση προκάλεσε/ξεσήκωσε ~άσεις αδιαφορίας/δυσφορίας/οργής. Πβ. αντιμετώπιση, στάση. 2. λόγος ή ενέργεια που αντιτίθεται, εναντιώνεται σε κάτι: ~ κατά του καθεστώτος/στο νομοσχέδιο. ~ με τη μορφή διαμαρτυρίας. Φωνές ~ης. Γενικευμένες/δυναμικές/έντονες/ζωηρές/μαζικές/σφοδρές ~άσεις. Θύελλα/κύμα ~άσεων. Οι ~άσεις του κόσμου. Εκδηλώνονται ~άσεις για τα νέα μέτρα. Εντείνονται/κορυφώνονται/οξύνονται οι ~άσεις. Πβ. αντί-θεση, -σταση, εναντίωση. Βλ. αντενέργεια, αντίπραξη, υπερ~. 3. ΧΗΜ. αλληλεπίδραση ουσιών με αποτέλεσμα τη μεταβολή της δομής τους (δηλ. την αλλαγή της θέσης και του αριθμού των ηλεκτρονίων) και τον σχηματισμό νέων: χημική ~. (Αν)αερόβια/αλκαλική ~. ~ οξέος με βάση. Καμπύλη/ταχύτητα ~ης. Θερμοπυρηνικές ~άσεις. ~άσεις (απλής/διπλής) αντικατάστασης/εξουδετέρωσης/θερμικής διάσπασης/σύνθεσης. 4. σωματική ή ψυχική μεταβολή που εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα εξωτερικού παράγοντα: (ΙΑΤΡ.) αλλεργική/αναφυλακτική/ανοσολογική/δερματική (βλ. δερμο~)/οργανική ~. Χρόνος ~ης. Εμφάνισε/παρουσίασε σοβαρή ~ στο εμβόλιο/τσίμπημα. Πβ. απάντηση. Βλ. ορο~.|| (ΨΥΧΟΛ.) Αγχώδης/συναισθηματική ~. ~ άμυνας/συναγερμού (: σε έντονα συναισθήματα). 5. ΦΥΣ. ίση και αντίρροπη δύναμη που αναπτύσσεται σε κάποιο σώμα, όταν ασκείται ήδη κάποια άλλη δύναμη σε αυτό: δράση-~. 6. ΠΟΛΙΤ. πολιτική και κοινωνική τάση που είναι ή θεωρείται αντίθετη στην πρόοδο και την εξέλιξη· τα πρόσωπα και οι φορείς που την εκπροσωπούν: μαύρη ~ (βλ. φασισμός, αντιδραστικοί). Οι οπαδοί/συντηρητικές δυνάμεις της ~ης (και του σκοταδισμού). Πβ. οπισθοδρόμηση. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνική αντίδραση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. η οποία προκαλεί τον σχηματισμό νέων ατομικών πυρήνων: αλυσιδωτή ~ ~. ~ ~ με διάσπαση, σύντηξη ή σχάση. Βλ. θερμοπυρηνικός. [< αγγλ. nuclear reaction] , αλυσιδωτή αντίδραση βλ. αλυσιδωτός, αμφίδρομη αντίδραση βλ. αμφίδρομος, διασταυρούμενη αντίδραση βλ. διασταυρούμενος ● ΦΡ.: από αντίδραση: μόνο για να εναντιωθώ σε κάποιον, χωρίς να αποσκοπώ κάπου ιδιαίτερα: Τον αμφισβητεί μόνο ~ ~/~ ~ και μόνο., κόβω αντιδράσεις βλ. κόβω [< μτγν. ἀντίδρασις ‘ανταπόδοση’, γαλλ. réaction, αγγλ. reaction, γερμ. Reaktion]
  • ατομικός , ή, ό [ἀτομικός] α-το-μι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο άτομο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: (ΣΤΡΑΤ.) οπλισμός (: του κάθε στρατιώτη)/φάκελος (μαθητή/υπαλλήλου). ~ή: ασφάλεια/δράση/έκθεση/επιλογή/επιχείρηση/εργασία/θέρμανση (= αυτόνομη)/πίτσα/προσπάθεια/πρωτοβουλία/σύμβαση/συσκευασία/χρήση/ψυχοθεραπεία. ~ό: βιβλιάριο/δελτίο (υγείας). ~ές: δαπάνες/ελευθερίες. ~ά: στοιχεία. Σε ~ή βάση. Σε ~ό επίπεδο. ~ές διαφορές στη μάθηση. ~ά και κοινωνικά δικαιώματα. Βλ. ενδο~, υπερ~. ΣΥΝ. ιδιαίτερος (1), προσωπικός (1) ΑΝΤ. ομαδικός (2), συλλογικός 2. ΑΘΛ. που αφορά μόνο έναν ή συγκεκριμένο αθλητή: ~ή: διάκριση/επίδοση/προπόνηση. ~ό: άθλημα/παιχνίδι. Κάθε χρόνο βελτιώνει το ~ό της ρεκόρ. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που αναφέρεται στο άτομο της ύλης ή σχετίζεται με αυτό: ~ή: φυσική. ~ό: εργοστάσιο. ~ό: ρολόι (καισίου). Πβ. πυρηνικός. Βλ. μονο~, δι~, τρι~, πολυ~.|| (ΦΥΣ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ~ χρόνος. ● επίρρ.: ατομικά ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικά όπλα: πυρηνικά όπλα., ατομική βόμβα 1. βόμβα από ραδιενεργή ύλη με ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση του ατόμου: ~ ~ ουρανίου/πλουτωνίου. Δοκιμή/κατοχή/ρίψη ~ής ~ας. ~ές ~ες και βόμβες υδρογόνου. ~ ~ πολλών μεγατόνων. Πβ. όπλα μαζικής καταστροφής. ΣΥΝ. πυρηνική βόμβα 2. (μτφ.) συνταρακτική πληροφορία ή εξέλιξη: Η είδηση έσκασε σαν ~ ~. [< αγγλ. atom(ic) bomb, 1914, γαλλ.  bombe atomique, 1945] , ατομική ενέργεια 1. ΑΘΛ. (σε ομαδικό άθλημα) ενέργεια που γίνεται αποκλειστικά από έναν παίκτη: Πέτυχε το νικητήριο γκολ με ~ ~. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνική ενέργεια. [< 2: αγγλ. atomic energy, 1922] , ατομική θεωρία (η): ΦΙΛΟΣ. ατομοκρατία, ατομισμός., ατομική μάζα & σχετική ατομική μάζα: ΧΗΜ. η σχέση της μάζας του ατόμου ενός στοιχείου ως προς το δωδέκατο της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< γαλλ. masse atomique] , ατομικό βάρος: ΧΗΜ. η μάζα του ατόμου ενός στοιχείου υπολογισμένη σε μονάδες ατομικής μάζας. [< γαλλ. poids atomique] , ατομικός αριθμός (σύμβ. Z): ΧΗΜ. ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα του ατόμου ενός χημικού στοιχείου που δηλώνει και τη θέση του στο περιοδικό σύστημα: ~ ~ του νατρίου/ουρανίου/πυριτίου. [< γαλλ. nombre/numéro atomique] , μονάδα ατομικής μάζας: ΧΗΜ. μονάδα που ισούται με το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< αγγλ. atomic mass unit, 1955] , σύνθετο ατομικό: ΑΘΛ. σύνολο αγωνισμάτων της ρυθμικής ή ενόργανης γυμναστικής, στα οποία διαγωνίζεται ένας αθλητής και νικητής αναδεικνύεται εκείνος που συγκεντρώνει το υψηλότερο άθροισμα στη συνολική βαθμολογία του: ~ ~ ανδρών/γυναικών/κορασίδων/νεανίδων/παίδων., ατομική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, ατομικό καλοριφέρ βλ. καλοριφέρ, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο [< 1,2: γαλλ. individuel, personnel 3: γαλλ. atomique, αγγλ. atomic]
  • βαρυονικός , ή, ό βα-ρυ-ο-νι-κός επίθ.: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που σχετίζεται με τα βαρυόνια: ~ός: αριθμός. [< αγγλ. baryonic, 1959]
  • βαρυόνιο βα-ρυ-ό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΦΥΣ. ΠΥΡ. αδρόνιο που αποτελείται από τρία κουάρκ: Τα πρωτόνια και τα νετρόνια είναι ~α. Βλ. μεσόνιο, φερμιόνιο. [< αγγλ. baryon, 1953, γαλλ. ~, περ. 1959]
  • βομβαρδίζω βομ-βαρ-δί-ζω ρ. (μτβ.) {βομβάρδι-σε, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, βομβαρδίζ-οντας, -όμενος, βομβαρδι-σμένος} 1. ΣΤΡΑΤ. επιτίθεμαι κατά στόχου με χρήση βομβών ή άλλων βλημάτων: Το πυροβολικό και τα άρματα μάχης ~σαν την πόλη. ~στηκε φάλαγγα από εχθρικά αεροσκάφη. Περιοχές αμάχων έχουν ανηλεώς ~στεί. ~σμένο: τοπίο. Πβ. βάλλω.|| (μτφ.) Γήπεδο ~σμένο με δακρυγόνα/χημικά. 2. (μτφ.) ασκώ ασφυκτική πίεση σε κάποιον, συνήθ. προβάλλοντας κάτι κατ' επανάληψη: Τον ~σαν με ερωτήσεις/προτάσεις/τηλεφωνήματα. Ο χρήστης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ~εται από/με σπαμ. Πβ. κατακλύζω, πολιορκώ, σφυροκοπώ. 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. κατευθύνω ραδιενεργά ιόντα ή υψηλής ενέργειας σωματίδια προς ορισμένο στόχο: Όταν ο πυρήνας ενός ατόμου ουρανίου ~εται από ένα νετρόνιο, προκαλείται σχάση.|| (ΙΑΤΡ.) Όγκος που ~στηκε με ακτίνες. [< γαλλ. bombarder]
  • βομβαρδισμός βομ-βαρ-δι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. επίθεση κατά στόχου με βόμβες ή άλλα βλήματα: ανελέητος/στρατηγικός/σφοδρός ~. ~ αμάχων/κατοικημένων περιοχών. Θύματα ~ού. Αεροπορικοί ~οί. Πβ. σφυροκόπημα. 2. (μτφ.) συνεχής, επίμονη, πιεστική προβολή αρνητικών συνήθ. στοιχείων: ~ διαφημίσεων/ερωτήσεων/μηνυμάτων. ~ από/με πληροφορίες. ΣΥΝ. βροχή (2), καταιγισμός (1) 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. εκτόξευση στοιχειωδών σωματιδίων προς συγκεκριμένο στόχο. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. bombardement]
  • γκλουόνιο γκλου-ό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. ΠΥΡ. σωματίδιο με θεωρητικά μηδενική μάζα και φορτίο, το οποίο εξασφαλίζει τη συνοχή των κουάρκς στο εσωτερικό ενός αδρονίου. [< αγγλ. gluon, 1971, γαλλ. ~, 1974]
  • διάσπαση δι-ά-σπα-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαίρεση, διάλυση συνόλου σε μικρότερα μέρη, κατακερματισμός· κατ' επέκτ. αποδιοργάνωση: ~ του κόμματος/κράτους (σε κρατίδια· πβ. διαμελισμός). ~ αρμοδιοτήτων σε πολλά υπουργεία και υπηρεσίες (πβ. καταμερισμός). Οι νέες εταιρείες που θα προκύψουν από τη ~ θα είναι αυτοτελείς. Βλ. πολυ~.|| ~ της αμυντικής γραμμής/του μετώπου (πβ. ρήξη). ~ της ενότητας/κοινωνικής συνοχής (πβ. αποδιάρθρωση, αποσύνθεση).|| (ΟΙΚΟΝ.) Ανοδική/πτωτική ~. ~ μετοχών. 2. ΧΗΜ. χημική αντίδραση κατά την οποία κρυσταλλικά στερεά, μόρια ή χημικές ενώσεις διαχωρίζονται στα συστατικά τους μέρη: ενζυματική/ηλεκτρική/θερμική/καταλυτική/οξειδωτική ~. ~ πρωτεϊνών/υδρογονανθράκων.|| (ΦΥΣ.) ~ της ύλης. Βλ. βιο~, φωτο~. ● ΣΥΜΠΛ.: διάσπαση του ατόμου: ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνική σχάση. [< αγγλ. atom-splitting, 1939] , διάσπαση/απόσπαση (της) προσοχής: ΨΥΧΟΛ. μαθησιακή δυσκολία που χαρακτηρίζεται από αδυναμία (αυτο)συγκέντρωσης: ~ ~ και υπερκινητικότητα παιδιών και εφήβων. [< γαλλ. distraction] [< 1: αρχ. διάσπασις 2: αγγλ. dissociation, γαλλ. désintégration]
  • διαχωρισμός δι-α-χω-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) & διαχώριση (η): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω: ~ απορριμμάτων/δικτύων (παραγωγής ενέργειας)/μετάλλων/των συστατικών του αίματος. Οπτικός/(ΦΥΣ. ΠΥΡ.) ισοτοπικός/(ΧΗΜ.) χημικός (: διεργασία απομόνωσης ενός ή περισσότερων συστατικών στοιχείων από χημική ένωση, μείγμα ή διάλυμα) ~. (ΙΑΤΡ.) Χειρουργικός ~ (: σιαμαίων).|| (κυρ. μτφ.) Κοινωνικός/πολιτικός/ταξικός/φυλετικός (πβ. απαρτχάιντ, ρατσισμός) ~. ~ αρμοδιοτήτων/υπηρεσιών. ~ της Εκκλησίας από το κράτος. Σαφής ~ ανάμεσα/μεταξύ ... Να καταργηθούν οι ~οί (πβ. διακρίσεις). Πβ. αντιδιαστολή, διαφοροποίηση.|| (ΟΙΚΟΝ.-ΝΟΜ.) Δομικός/λειτουργικός/λογιστικός ~ (: για τη διασφάλιση δίκαιου ανταγωνισμού σε μια αγορά). ● ΣΥΜΠΛ.: διαχωρισμός χρωμάτων: ΤΥΠΟΓΡ. ανάλυση στα βασικά χρώματα πριν από την εκτύπωση. [< μτγν. διαχωρισμός, γαλλ. dissociation, séparation]
  • δόση δό-ση ουσ. (θηλ.) 1. καθορισμένη ποσότητα φαρμακευτικής ουσίας η οποία χορηγείται σε κάποιον ανά τακτά χρονικά διαστήματα: (σε συνταγή γιατρού:) μέγιστη (προτεινόμενη/συνιστώμενη) ~ ... Χορήγηση ~ης. Παίρνει ισχυρή/υπερβολική/υψηλή ~ ινσουλίνης/κορτιζόνης/φαρμάκων. Του αύξησαν/μείωσαν τη ~. Πότε πρέπει να γίνει η αναμνηστική/επόμενη ~ του εμβολίου; 2. (γενικότ.) ποσότητα ουσίας την οποία λαμβάνει ή στην οποία εκτίθεται κάποιος ή κάτι: Ήπιε/πήρε γερή ~ αλκοόλ. Δέχτηκε μεγάλη ~ ακτινοβολίας.|| (για ναρκωτικά:) Ενδοφλέβια/θανατηφόρα ~. Πέθανε από ισχυρή ~ (ηρωίνης).|| (αργκό) Έχει πάρει τη ~ του (= συμπεριφέρεται αλλόκοτα). 3. (γενικότ.) μικρή ποσότητα: μια-δυο ~εις αλάτι/αλεύρι. Πβ. πρέζα. Βλ. μονο~.|| (μτφ.) Διακρίνω μια ~ ειρωνείας/κακίας/υπερβολής στα λόγια του (πβ. ίχνος, σταγόνα, στάλα, υποψία). Με λίγη/μεγάλη ~ τρέλας.|| (ειρων.) Κατέφθασε η πρώτη ~ τουριστών (= φουρνιά).δόσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. μορφή πώλησης με πίστωση κατά την οποία ο αγοραστής συμφωνεί να καταβάλει τμηματικά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, το τίμημα του αντικειμένου συναλλαγής μέχρι την τελική εξόφλησή του: αγορές με άτοκες/μηνιαίες ~. (Χρεολυτικές) ~ δανείου. ΑΝΤ. αντικαταβολή, εφάπαξ, τοις μετρητοίς. Βλ. βερεσέ. ● Υποκ.: δοσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: απορροφούμενη/απορροφώμενη δόση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. η ποσότητα ενέργειας από ιονίζουσα ακτινοβολία που απορροφάται ανά μονάδα μάζας υλικού (μετριέται σε ραντ). [< αγγλ. absorbed dose, 1963] , ισοδύναμη δόση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. μέγεθος το οποίο εκφράζει τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει σε ιστό η απορροφώμενη δόση συγκεκριμένης ακτινοβολίας. Βλ. ρεμ. [< αγγλ. equivalent dose, 1963] , δόση/ίχνος αλήθειας βλ. αλήθεια [< αρχ.-μτγν. δόσις, γαλλ. dose]
  • δοσιμετρία δο-σι-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) & δοσιμέτρηση: ΦΥΣ. ΠΥΡ.-ΙΑΤΡ. μέτρηση της δόσης ιονίζουσας ακτινοβολίας που έχει δεχθεί ένας οργανισμός και η αντίστοιχη επιστήμη: ~ ασθενών/προσωπικού.|| Ηλεκτρομαγνητική (για κινητά τηλέφωνα)/υπολογιστική ~. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. dosimétrie, αγγλ. dosimetry, 1906]
  • δοσιμετρικός , ή, ό δο-σι-με-τρι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. ΠΥΡ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη δοσιμετρία: ~οί: υπολογισμοί. ~ά μεγέθη και όρια ασφαλούς έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα. 2. (καταχρ.) δοσομετρικός: ~ός: κύλινδρος. ~ή: αντλία/συσκευή (εισπνοών). [< γαλλ. dosimétrique, αγγλ. dosimetric]
  • δοσίμετρο δο-σί-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΦΥΣ. ΠΥΡ. -ΙΑΤΡ. συσκευή δοσιμέτρησης: ~α νετρονίων. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. dosimètre, 1925, αγγλ. dosimeter, 1906]
  • εμπλουτισμένος , η, ο [ἐμπλουτισμένος] ε-μπλου-τι-σμέ-νος επίθ.: που έχει εμπλουτιστεί: ~ο: γάλα (με ασβέστιο). ~α: δημητριακά/τρόφιμα (με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία). Φυσικός χυμός ~ με σίδηρο.|| (ΜΕΤΑΛΛ.) ~α: μεταλλεύματα.|| Οδηγός ~ με χάρτες και σχεδιαγράμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπλουτισμένο ουράνιο: ΦΥΣ. ΠΥΡ. μείγμα ουρανίου που έχει υποστεί αύξηση της περιεκτικότητάς του στο ισότοπο U235 (και απόρριψη του ισοτόπου U238) και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρηνικών βομβών. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο. [< αγγλ. enriched uranium, 1955] [< γαλλ. enrichi]
  • εμπλουτισμός [ἐμπλουτισμός] ε-μπλου-τι-σμός ουσ. (αρσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπλουτίζω: ~ του περιεχομένου/των πληροφοριών (πβ. αύξηση, διεύρυνση, επέκταση).|| ~ γάλακτος με σίδηρο. Βλ. προσθήκη.|| ~ λιμνών/ποταμών με γόνο/χέλια.|| (ΜΕΤΑΛΛ., επεξεργασία μεταλλεύματος για απομάκρυνση των άχρηστων υλικών:) ~ ορυκτών.|| (ΦΥΣ. ΠΥΡ., αύξηση της περιεκτικότητας στοιχείου σε συγκεκριμένο ισότοπο:) ~ ουρανίου. Βλ. εμπλουτισμένο ουράνιο.|| (ΟΙΚΟΛ.) Τεχνητός ~ υδροφόρων οριζόντων. ~ βιοτόπων με θηράματα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. enrichissement]
  • ενεργοποίηση [ἐνεργοποίηση] ε-νερ-γο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να τίθεται κάτι σε λειτουργία ή ισχύ: ~ του συστήματος (πυρόσβεσης). Κουμπί/οδηγίες ~ης συσκευής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμμής (ADSL)/κωδικού πρόσβασης/λογισμικού/σύνδεσης.|| ~ της ανάπτυξης (πβ. τροχοδρόμηση)/των δικαιωμάτων. ΑΝΤ. απενεργοποίηση (1). Βλ. επαν~. 2. (για πρόσ.) δραστηριοποίηση, κινητοποίηση: κοινωνική ~. ~ των νέων/πολιτών. Η εκδήλωση πέτυχε χάρη στην ~ όλων των φορέων. Πβ. συμμετοχή.|| ~ της μνήμης/σκέψης (των μαθητών). ΑΝΤ. αδράνεια (1) 3. ΦΥΣ. ΠΥΡ. μετατροπή στοιχείου σε ραδιενεργό με ακτινοβολία. 4. ΧΗΜ. αύξηση των ιδιοτήτων μιας ουσίας με χρήση καταλυτών, ακτινοβολίας ή με επεξεργασία σε υψηλή θερμοκρασία. Βλ. -ποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: νετρονική ενεργοποίηση βλ. νετρονικός [< αγγλ. activation, 3,4: γαλλ. ~, 1910]
  • ενεργότητα [ἐνεργότητα] ε-νερ-γό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) η ιδιότητα του ενεργού· δραστικότητα: (ΦΥΣ.) οπτική ~ (: για υλικό που, αλληλεπιδρώντας με το φως, στρέφει το επίπεδο πόλωσής του).|| (ΧΗΜ., ικανότητα ουσίας να αντιδρά χημικά) ~ νερού/φωσφατάσης. Συντελεστής ~ας.|| Σοβαρότητα και ~ νόσου. Σκευάσματα με υψηλή βιολογική ~ στα φυτά. Πβ. επενέργεια. Βλ. -ότητα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. ο αριθμός ραδιενεργών διασπάσεων ανά μονάδα χρόνου. Βλ. μπεκερέλ. 3. ΑΣΤΡΟΝ. ο ρυθμός της εκλυόμενης ενέργειας με μορφή ακτινοβολίας: ~ αστέρος. Βλ. φωτεινότητα. [< αγγλ. activity]
  • επιβραδυντής [ἐπιβραδυντής] ε-πι-βρα-δυ-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ουσία που χρησιμοποιείται για να μειώσει την ταχύτητα χημικής αντίδρασης. Βλ. καταλύτης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ καύσης/φλόγας (ΣΥΝ. επιβραδυντικό). ~ πήξης σκυροδέματος. ΑΝΤ. επιταχυντής (2) 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. σώμα (νερό, βαρύ ύδωρ ή γραφίτης) που επιτρέπει τον έλεγχο των αλυσιδωτών αντιδράσεων μέσα σε πυρηνικό αντιδραστήρα, επιβραδύνοντας τα γρήγορα νετρόνια τα οποία παράγονται από αντίδραση σχάσης. [< γαλλ. retardateur]

αλήθεια

αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]

αλυσιδωτός

αλυσιδωτός, ή, ό [ἁλυσιδωτός] α-λυ-σι-δω-τός επίθ. 1. (μτφ.) διαδοχικός, συνεχόμενος: ~οί: θάνατοι/σεισμοί/φόνοι. ~ές: εκρήξεις (= απανωτές)/επιπτώσεις. ~ά: λάθη/ψέματα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: σύνδεση (μηχανών).|| ~ός: (ΣΤΑΤΙΣΤ.) δείκτης/(ΜΑΘ.) κανόνας. ~ή: διαδοχή/σύνδεση.|| (ΧΗΜ.) ~ή: δομή. ΣΥΝ. αλυσωτός 2. που είναι φτιαγμένος από αλυσίδες ή μοιάζει με αλυσίδα: (παλαιότ.) ~ός: θώρακας. ● επίρρ.: αλυσιδωτά ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσιδωτή αντίδραση 1. (μτφ.) σειρά γεγονότων στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους, ώστε το ένα να υποκινεί ή να επηρεάζει το άλλο: φόβοι για ~ές ~άσεις στην οικονομία λόγω πληθωρισμού. Είχαμε/ξεκίνησαν/προκλήθηκαν/πυροδοτεί ~ές ~άσεις. 2. ΧΗΜ.-ΦΥΣ. σειρά χημικών ή πυρηνικών αντιδράσεων κατά την οποία το προϊόν μιας αντίδρασης οδηγεί στην επόμενη: ~ ~ πολυμεράσης. [< αγγλ. chain reaction, 1926, γαλλ. réaction en chaîne, 1946] [< 2: μτγν. ἁλυσιδωτός, αγγλ. chain(ing)]

αμφίδρομος

αμφίδρομος, η, ο [ἀμφίδρομος] αμ-φί-δρο-μος επίθ. 1. που κινείται προς μία κατεύθυνση και επιστρέφει· κυρ. που γίνεται, λειτουργεί ή επιδρά ταυτόχρονα προς δύο διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις: ~η: κίνηση.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: δίαυλος/εκτυπωτής/έλεγχος. ~η: γραμμή/μετάδοση/ροή/σύνδεση. ~ο: δορυφορικό ίντερνετ/κανάλι/κύκλωμα/μικρόφωνο.|| (μτφ.) ~η: ανταλλαγή (απόψεων)/διαδικασία (μάθησης)/σχέση (πβ. αμοιβαίος, διαδραστικός). ΑΝΤ. μονόδρομος 2. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. διαδραστικός: ~α: (πολυ)μέσα/συστήματα. ● επίρρ.: αμφίδρομα ● ΣΥΜΠΛ.: αμφίδρομη αντίδραση: ΧΗΜ. που εξελίσσεται συγχρόνως και προς τις δύο κατευθύνσεις αντιδρώντων και προϊόντων και καταλήγει, αργά ή γρήγορα, σε ισορροπία. Βλ. μονόδρομη αντίδραση., αμφίδρομη επικοινωνία: ΤΗΛΕΠ. μεταφορά δεδομένων και προς τις δύο κατευθύνσεις μέσω υπολογιστικού συστήματος και κατ’ επέκτ. ανταλλαγή πληροφοριών: ~ ~ με δορυφόρο/εικόνα και ήχο (βλ. πολυμέσα)/μόντεμ. Διασύνδεση εκπαιδευτικών χώρων με ~ ~ (βλ. τηλεδιάσκεψη, τηλεκπαίδευση). Βλ. μονόδρομη επικοινωνία.|| ~ ~ διδασκόντων-διδασκομένων. ~ ~ του περιοδικού με τους αναγνώστες (: ανοιχτή επικοινωνία). Βλ. διάδραση., αμφίδρομη λειτουργία: ΤΕΧΝΟΛ. που γίνεται ταυτόχρονα και προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Πβ. ντούμπλεξ. [< αγγλ. duplex operation] , διαδραστική τηλεόραση βλ. διαδραστικός [< 1: μτγν. ἀμφίδρομος, αγγλ. duplex, bidirectional, 1941 2: αγγλ. interactive, 1967]

αντενέργεια

αντενέργεια [ἀντενέργεια] α-ντε-νέρ-γει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): δράση που αποβλέπει στην αντιμετώπιση των ενεργειών άλλου. Βλ. αντί-δραση, -πραξη. [< γαλλ. action contraire]

βερεσέ

βερεσέ βε-ρε-σέ επίρρ. (λαϊκό): (για αγοραπωλησίες) χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου: Πληρώνει/πουλάει/ψωνίζει ~. ΣΥΝ. επί πιστώσει ΑΝΤ. τοις μετρητοίς ● ΦΡ.: ακούω (κάτι) βερεσέ: δεν δίνω σημασία, δεν υπολογίζω αυτά που μου λένε: Αυτά εγώ τ' ~ ~, όλο έτσι λες και τίποτα δεν κάνεις., τζάμπα και βερεσέ βλ. τζάμπα [< τουρκ. veresiye]

διασταυρούμενος

διασταυρούμενος, η, ο δι-α-σταυ-ρού-με-νος επίθ. (λόγ.) & διασταυρωμένος: που διασταυρώνεται: ~η: (ΒΙΟΛ.) κληρονομικότητα (: που μεταβιβάζεται χιαστί, από πρόγονο σε απόγονο διαφορετικού φύλου). (κυριολ. κ. μτφ.) ~ες: πορείες.|| (μτφ.) ~ος: έλεγχος. ~η: είδηση. Πβ. εξακριβώνω, επαληθεύω.|| Νεκροκεφαλή με ~α οστά (: ως σήμανση σε τοξικό σκεύασμα). ● ΣΥΜΠΛ.: διασταυρούμενα πυρά (επίσ.) & διασταυρωμένα πυρά 1. (μτφ.) (συνήθ. για δημόσια πρόσωπα) σφοδρές επιθέσεις ή κατηγορίες που προέρχονται από διαφορετικές πλευρές: Ο υπουργός δέχτηκε τα ~ ~ των βουλευτών όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βλ. διασταύρωσαν τα ξίφη τους. 2. βολές πυροβόλων όπλων που προέρχονται από διαφορετικά σημεία: Τραυματίστηκε από ~ ~ μεταξύ συμμοριών. [< γαλλ. feux croisés] , διασταυρούμενη αντίδραση: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. αλληλεπίδραση αντιγόνου με αντίσωμα που δημιουργήθηκε εναντίον άλλου παρόμοιου αντιγόνου. [< αγγλ. cross-reaction, 1946] [< αρχ. διασταυροῦμαι 'οχυρώνω με πασσάλους', γαλλ. croisé]

θερμοπυρηνικός

θερμοπυρηνικός, ή, ό θερ-μο-πυ-ρη-νι-κός επίθ.: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που σχετίζεται με την έκλυση μεγάλων ποσοτήτων θερμότητας εξαιτίας της σύγκρουσης πυρήνων ελαφρών ατόμων κάτω από υψηλές θερμοκρασίες: ~ός: αντιδραστήρας/πόλεμος/σταθμός. ~ή: αντίδραση (: μετατροπή υδρογόνου σε ήλιο με πυρηνική σύντηξη)/βόμβα/έκρηξη/ενέργεια. ~ές: δοκιμές. ~ά: όπλα. [< αγγλ. thermonuclear, 1938, thermonucléaire, 1945]

ιονίζω

ιονίζω [ἰονίζω] ι-ο-νί-ζω ρ. (αμτβ.) {ιονί-σει, -στηκε, -στεί, ιονίζ-οντας, (λόγ.) μτχ. ενεστ. -ων, -ουσα, -ον, ιονι-σμένος} & (σπανιότ.-ορθότ.) ιοντίζω: ΧΗΜ.-ΦΥΣ. προκαλώ ιονισμό: Ειδική συσκευή που καθαρίζει και ~ει τον αέρα (πβ. ιονιστής). Οι κεραυνοί ~ουν την ατμόσφαιρα. Τα οξέα είναι μοριακές ενώσεις που μπορούν να ~στούν. ~σμένο: αέριο/νερό. ~σμένα: σωματίδια. ● ΣΥΜΠΛ.: ιονίζουσα ακτινοβολία & ιοντίζουσα ακτινοβολία: που παράγει ιονισμό, καθώς απορροφάται από την ύλη. Πβ. ραδιενεργός ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. ioniser, αγγλ. ionize]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

καλοριφέρ

καλοριφέρ κα-λο-ρι-φέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σύστημα κεντρικής θέρμανσης· συνεκδ. κάθε θερμαντικό σώμα που αποτελεί μέρος του ή είναι αυτόνομο και φορητό: ~ (φυσικού) αερίου/πετρελαίου. Η απόδοση/ο καυστήρας του ~. Το ~ δουλεύει απ' το πρωί/καίει στο φουλ.|| ~ με εννέα φέτες (: κάθετα μέρη). Το ~ θέλει/χρειάζεται εξαέρωση. Ανάβω/κλείνω το ~.|| ~ λαδιού. Βλ. αερόθερμο, θερμο-πομπός, -συσσωρευτής, κλιματιστικό, κονβέκτορας, σόμπα. 2. (σε όχημα) σύστημα θέρμανσης: Άνοιξε το ~, έχουν θαμπώσει τα τζάμια! Βλ. εξαερισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικό καλοριφέρ: αυτόνομη θέρμανση: οροφοδιαμέρισμα με ~ ~. [< γαλλ. calorifère]

καταλύτης

καταλύτης κα-τα-λύ-της ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων του οχήματος, η οποία μειώνει την εκπομπή ρυπογόνων αερίων: μεταλλικός ~. ΣΥΝ. καταλυτικός μετατροπέας 2. (μτφ.) παράγοντας που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη μιας κατάστασης, συνήθ. επιταχύνοντάς την: (Ισχυρός/κρίσιμος) ~ για την ανάπτυξη της οικονομίας οι επενδύσεις. Στοιχείο που δρα/λειτουργεί ως ~ αλλαγής/εξελίξεων. Η προσπάθεια αποτελεί/συνιστά ~η επιτυχίας.|| (ως επίθ.) Ο ~ χρόνος. 3. ΧΗΜ. ουσία που επιταχύνει μια χημική αντίδραση, παραμένοντας αμετάβλητη μετά το τέλος της: ενεργός ~. ~ες καύσης/οξείδωσης. Ένζυμο που δρα ως ~ (βλ. βιοκαταλύτες).|| Αρνητικός ~ (: που λειτουργεί επιβραδυντικά). Βλ. προωθητής. [< 1: αγγλ. catalytic converter, 1955, 2: γαλλ. catalyseur 3: αγγλ. catalyst, 1902]

κόβω

κόβω κό-βω ρ. (αμτβ. κ. μτβ) {έκοψε, κόψει, προστ. κόψε (κόφτο κ. κόφ' το), -ψ(ε)τε, κόπ-ηκε, -εί, κομμένος, κόβ-οντας} & (σπάν.-λόγ.) κόπτω 1. αποσπώ, ξεχωρίζω, αφαιρώ κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο: ~ τα κλαδιά (= κλαδεύω)/σύκα. ~ονται δέντρα (βλ. υλοτομώ). Έκοψα (= μάζεψα) λίγα λουλούδια. Μου ~εις λίγο ψωμί (ενν. κομμάτι); Μου ~ηκε (= έφυγε) ένα κουμπί. ~ει άρθρα από εφημερίδες/περιοδικά. ~ τα γένια/το μουστάκι (= ξυρίζω)/τα νύχια/τις φαβορίτες μου. Έκοψες τα μαλλιά σου (= κουρεύτηκες); Έκοψε (= έσκισε) μια σελίδα από το τετράδιο. Πβ. αποκόπτω, αποχωρίζω.|| Έκοψαν (= λογόκριναν) τις ερωτικές σκηνές.|| (μτφ.-προφ.) Δεν μου έκοψε τίποτα (: δεν μου έκανε έκπτωση). Το κάπνισμα ~ει χρόνια από τη ζωή. 2. (προφ.) παύω, σταματώ, διακόπτω: ~ τα γλυκά (= δεν τρώω)/τον καφέ/το ποτό (= δεν πίνω). Έχω κόψει το κάπνισμα/τσιγάρο (: δεν καπνίζω πια). Δεν ~εις την πλάκα; Κόφ' το δούλεμα! Συνέχεια με ~εις, όταν μιλάω. Ή θα μιλήσουμε ειλικρινά ή ~ουμε εδώ την κουβέντα/τη συζήτηση! (Πάνω) στο καλύτερο μας έκοψες! Έκοψε κάθε επαφή/σχέση μαζί της (: δεν επικοινωνεί καθόλου).|| (μτφ.) Μη μου ~εις την τύχη!|| Η σειρά ~ηκε (: έπαψε να προβάλλεται). Έκοψαν (= ακύρωσαν, ματαίωσαν· βλ. αναβάλλω) τη συναυλία εξαιτίας των επεισοδίων.|| Του ~ηκε η γλώσσα (: δεν ήξερε τι να πει)/το κέφι (= χάλασε η διάθεσή του).|| Ο αέρας έκοψε (= κόπασε) τελείως.|| (ειδικότ. για διακοπή παροχής αγαθού, υπηρεσίας) ~ηκε το νερό/ρεύμα/η σύνδεση (στο ίντερνετ). Από χθες μου κόψανε το τηλέφωνο. Πβ. αποσυνδέω. 3. (ειδικότ.) καταργώ, μειώνω, περιορίζω: ~ την αναβολή μου. Μου έκοψαν το χαρτζιλίκι/την υποτροφία. ~ουν άδειες/δρομολόγια/επιδόματα/θέσεις εργασίας/παροχές/συντάξεις.|| ~ (= ελαττώνω τα έξοδα) κι από το φαγητό, για να τα βγάλω πέρα. Πβ. κουτσουρεύω, περικόπτω, πετσοκόβω.|| Οι δουλειές τώρα τελευταία έχουν κόψει (= λιγοστέψει). 4. (για δέρμα ή μέλη του σώματος) πληγώνω, τραυματίζω, συνήθ. με κοφτερό αντικείμενο, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα: Έκοψε το δάχτυλό του. ~ηκα στο ξύρισμα. Πρόσεξε, θα/μην ~είς!|| Του 'κόψαν/του κόψανε το δεξί πόδι/το κεφάλι (= τον αποκεφάλισαν, καρατόμησαν).|| (μτφ.) ~ηκαν (= κουράστηκαν, πόνεσαν) τα χέρια μου από τα ψώνια. 5. (προφ.) απορρίπτω, αφήνω· αποκλείω: Μ' έκοψαν στις εξετάσεις. Ο καθηγητής έκοψε τη μισή τάξη. ~ηκε με τέσσερα (: σε βαθμολογική κλίμακα με άριστα το δέκα)/στην έκθεση/στο τεστ. Αν δεν διαβάσεις, θα ~είς. ~ηκε από απουσίες (: δεν προάγεται). Λυπάμαι, ~ήκατε (= αποτύχατε. ΑΝΤ. περνώ).|| (για υποψήφιο κόμματος) ~ηκε από το ψηφοδέλτιο. 6. βγάζω, δίνω, εκδίδω, τυπώνω: ~ει απόδειξη (παροχής υπηρεσιών)/επιταγή/τιμολόγιο. Μου έκοψε κλήση/πρόστιμο για ... Η εταιρεία έχει κόψει μέρισμα ύψους ... || ~ηκαν νομίσματα (: κυκλοφόρησαν). 7. (προφ.) (για το τιμόνι) στρίβω απότομα, εντελώς: Έκοψε όλο το τιμόνι δεξιά. 8. (προφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι: Μου ~εις τον δρόμο (= κλείνεις)/τον ήλιο/τη θέα (: δεν μπορώ να δω· πβ. κρύβω)!|| (ΑΘΛ.) Καθυστέρησε να σουτάρει και ~ηκε (πβ. ανακόπηκε, αναχαιτίστηκε) από τους αμυντικούς. 9. (σπάν.-προφ.) ξεκόβω: Έκοψε (= απομακρύνθηκε) απ' όλους τους παλιούς του φίλους. 10. διαιρώ, (δια)χωρίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη, χρησιμοποιώντας συνήθ. κοφτερό εργαλείο: ~ το κρέας (= κομματιάζω, τεμαχίζω) με το μαχαίρι. ~ ένα καρπούζι στη μέση. ~ τις μελιτζάνες σε (λεπτές/χοντρές) λωρίδες/ροδέλες/φέτες (βλ. ψιλο~). ~ ξύλα με το πριόνι (= πριονίζω, πβ. πελεκώ). Ο δυνατός άνεμος έκοψε το σχοινί. Έκοψε την κορδέλα των εγκαινίων. Ο σύλλογος θα κόψει τη βασιλόπιτα. Ο κιμάς ~εται παρουσία του πελάτη. ~ηκε η αλυσίδα/~ηκαν τα καλώδια. Μηχανή που ~ει (= αλέθει) καφέ.|| (σε χαρτοπαίγνια) Έκοψε (την τράπουλα) και μοίρασε.|| (ΓΕΩΜ.) Η ευθεία ~ει (= τέμνει) τον κύκλο στο σημείο ...|| Δρόμοι που ~ονται από ρυάκια.|| (μτφ.) Η χώρα ~ηκε στα δύο λόγω της κακοκαιρίας (: συνήθ. όταν είναι αδύνατη η κυκλοφορία οχημάτων σε κάποιο σημείο του εθνικού οδικού δικτύου).κόβει (προφ.) 1. είναι κοφτερός, κατάλληλος για κοπή: Πάρε το άλλο μαχαίρι, ~ καλύτερα. 2. στενεύει: Με ~ουν (= με χτυπάνε) τα παπούτσια μου. 3. αλλοιώνεται, χαλά: ~ψε το αβγολέμονο/η κρέμα γάλακτος. ΑΝΤ. δένει.|| (για χρώματα) ~ουν στον ήλιο (: ξεβάφουν, ξεθωριάζουν). ● Παθ.: κόβομαι (προφ.): ενδιαφέρομαι έντονα, μου αρέσει πάρα πολύ: Δεν ~ να γυρίσω πίσω. Γιατί ~εσαι τόσο για το τι λένε οι άλλοι για σένα; Πβ. κόπτομαι. ● ΦΡ.: θα σου κόψω τα πόδια! (μτφ.-απειλητ.): Αν κάνεις να φύγεις, ~ ~!, θα σου κόψω τη γλώσσα (μτφ.): ως απειλή σε κάποιον που αυθαδιάζει ή λέει κακίες., κόβω (κάποιον) (αργκό) 1. σχηματίζω άποψη, εντύπωση για κάποιον: Μια χαρά σε ~. Σας ~ κακόκεφους. Τον έκοψα αμέσως (: κατάλαβα τον χαρακτήρα του). Πβ. παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά. 2. κοιτάζω, παρατηρώ: Την έκοβε για πολλή ώρα. Πβ. κοζάρω, παρακολουθώ, φερμάρω., κόβω (τους) δεσμούς & τον δεσμό (μτφ.): δεν έχω πια επαφή, σχέση με κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με την οικογένειά/την πατρίδα του. Είναι αποφασισμένη να κόψει ~ με το παρελθόν., κόβω αντιδράσεις (νεαν. αργκό): βλέπω, παρατηρώ τις αντιδράσεις των άλλων: Τρελαίνομαι να τους πειράζω, για να ~ ~., κόβω κίνηση (νεαν. αργκό): παρακολουθώ με προσοχή τον κόσμο που βρίσκεται σε ένα μέρος ή διέρχεται από αυτό· γενικότ. προσέχω, παρατηρώ μια διαδικασία, κατάσταση, για να αντλήσω πληροφορίες: Κοίταζε (αριστερά-δεξιά/τριγύρω)/κοντοστάθηκε, για να κόψει ~.|| Προτείνω να πάμε στα μαγαζιά να κόψουμε ~., κόβω ταχύτητα: επιβραδύνω: Κόψε ~ και πιάσε δεξιά. Το μετρό/πλοίο/ο συρμός έκοψε ~. Δεν πρόλαβε να κόψει ~ (πβ. φρενάρω)., κόβω το κεφάλι/χέρι μου & το δεξί μου χέρι (μτφ.-προφ.): (για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα) βάζω στοίχημα: ~ ~ ότι κάπου σε έχω ξαναδεί. Πβ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο, βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο. [< γαλλ. en donner sa tête/main à couper] , κόβω το λαιμό/το σβέρκο μου (μτφ.-προφ.) 1. ως έκφραση έντονης βεβαιότητας: ~ ~ ότι αυτός το έκανε/ότι δεν θα έρθει. 2. {κυρ. στο β' εν.} (ως έκφρ. θυμού) για κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Κόψε ~, το θέλω ως το Σάββατο. Να κόψεις ~ σου να το λύσεις/φτιάξεις. 3. για να δηλωθεί αδιαφορία, περιφρόνηση: Ας/δεν πάει να κόψει ~ του (: δεν με νοιάζει τι θα κάνει)., κόβω τον ομφάλιο λώρο (μτφ.): παύω να εξαρτώμαι από κάποιον ή κάτι: Ποτέ δεν έκοψε ~ με τη μητέρα του., κόφτο & κόφ' το (προφ.): (λέγεται απότομα, θυμωμένα σε κάποιον) πάψε, σταμάτα να μιλάς ή να ενοχλείς: ~ είπα/επιτέλους/τώρα! ~ πια, έχεις καταντήσει κουραστικός!, κόψε κάτι (προφ.) 1. (ειρων.) προς κάποιον που υπερβάλλει: ~ ~, πολλά λες. 2. για να ζητηθεί έκπτωση., με κόβει η κοιλιά μου (προφ.): έχω διάρροια., το κόβω (αργκό) 1. νομίζω, πιστεύω: ~ ~ δύσκολο να προλάβω. Αν και καλή ιδέα, δεν ~ ~ να γίνεται. Πώς ~ ~εις, θα την πάρεις τη δουλειά; ΣΥΝ. το βλέπω. 2. (για κάτι ενοχλητικό) σταματώ: (π.χ. προς κάποιους που τσακώνονται) Δεν ~ ~ετε πρωί-πρωί;, το κόβω με τα πόδια (προφ.): πηγαίνω κάπου περπατώντας., του κόβει (προφ.): έχει μυαλό, είναι έξυπνος: Προσπαθεί, αλλά δεν ~ ~ και πολύ. Μέχρι εκεί σας ~. Μα καλά, δεν τους ~ καθόλου;|| Δεν μου 'κοψε να τον ρωτήσω (: δεν το σκέφτηκα)., (μου) κόβεται η όρεξη/χάνω την όρεξή μου βλ. όρεξη, (το) κόβω λάσπη βλ. λάσπη, δεν κόβει ούτε με βαλέ βλ. βαλές, έκοψε η μαγιονέζα βλ. μαγιονέζα, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του βλ. μιλιά, κάνω/κόβω/φέρνω βόλτες βλ. βόλτα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, κόβει και ράβει βλ. ράβω, κόβει μονέδα βλ. μονέδα, κόβει την ανάσα βλ. ανάσα, κόβει το μάτι (του) βλ. μάτι, κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες βλ. γέφυρα, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, κόβω (και) την καλημέρα/δεν λέω ούτε καλημέρα βλ. καλημέρα, κόβω (με το) μαχαίρι βλ. μαχαίρι, κόβω δρόμο βλ. δρόμος, κόβω εισιτήρια βλ. εισιτήριο, κόβω μισθό σε κάποιον βλ. μισθός, κόβω τα χέρια βλ. χέρι, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, κόβω τις φλέβες μου βλ. φλέβα, κόβω τον κώλο βλ. κώλος, κόβω φάτσες βλ. φάτσα, κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου βλ. φτερό, κόπηκε/έπεσε η γραμμή βλ. γραμμή, με κόβει (η) λόρδα/πείνα βλ. λόρδα, με λούζει/με κόβει κρύος ιδρώτας βλ. ιδρώτας, μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή βλ. αίμα, μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή, μου κόπηκαν τα ήπατα βλ. ήπαρ, μου κόπηκαν τα πόδια βλ. πόδι, μου κόπηκε/μου πάγωσε το γέλιο βλ. γέλιο, να μου κοπεί το χέρι βλ. χέρι, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, τι σε κόφτει; βλ. κόφτει, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι ● βλ. κομμένος [< μεσν. κόβω, γαλλ. couper, αγγλ. cut]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

μεσόνιο

μεσόνιο με-σό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {μεσον-ίου} : ΦΥΣ. ΠΥΡ. αδρόνιο που αποτελείται από ένα κουάρκ και ένα αντικουάρκ: π-~ (= πιόνιο). Βλ. βαρυόνιο, μποζόνιο. [< γαλλ. méson, περ. 1935, αγγλ. meson, 1939]

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

μικροσκόπιο

μικροσκόπιο μι-κρο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΤΕΧΝΟΛ. οπτικό όργανο το οποίο με τη βοήθεια φωτεινών ακτίνων μεγεθύνει αντικείμενα που είναι αόρατα διά γυμνού οφθαλμού: διοπτρικό/διοφθαλμικό/εργαστηριακό/κοινό/οπτικό/πολωτικό/στερεοσκοπικό/φορητό/φωτονικό/χειρουργικό/ψηφιακό ~. ~ φθορισμού/χειρός. Φακός ~ίου. Απεικόνιση/εξέταση/εργαστηριακές ασκήσεις με ~. Βλ. -σκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μικροσκόπιο: που παράγει σε μεγέθυνση την εικόνα ενός μικροσκοπικού αντικειμένου σε μια οθόνη φθορισμού ή σε φωτογραφική πλάκα μέσω μιας δέσμης ηλεκτρονίων: ~ ~ σάρωσης. [< γερμ. Elektronenmikroskop, αγγλ. electron microscope, 1932] , μικροσκόπιο ατομικής δύναμης: όργανο μέτρησης και καταγραφής της θέσης μιας πολύ λεπτής ακίδας, καθώς αυτή κινείται πάνω στην προς εξέταση επιφάνεια: απεικόνιση βιολογικών ιστών με χρήση ~ίου ~. [< αγγλ. atomic force microscope (AFM)] ● ΦΡ.: στο/από το μικροσκόπιο: (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι εξετάζεται ενδελεχώς: Βάζω κάτι/κάτι μπαίνει στο ~. H σύμβαση μεγάλου έργου βρίσκεται στο ~ των εισαγγελικών Αρχών. Από ~ ~ της κοινοβουλευτικής ομάδας θα περάσει η οικονομική πολιτική., (ούτε) με (τα) κιάλια/το κιάλι βλ. κιάλι [< ιταλ. microscopio, γαλλ.-αγγλ. microscope, γερμ. Mikroskop]

μπεκερέλ

μπεκερέλ μπε-κε-ρέλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (σύμβ. Bq): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ενεργότητας μιας ραδιενεργής ουσίας, ίση με μια πυρηνική διάσπαση ανά δευτερόλεπτο. Βλ. κιουρί. [< γαλλ. becquerel, 1975, γαλλ. ανθρ. A. H. Becquerel]

νετρονικός

νετρονικός, ή, ό νε-τρο-νι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που σχετίζεται με το νετρόνιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νετρονική ενεργοποίηση: ΦΥΣ. ΠΥΡ. μη καταστροφική, αναλυτική τεχνική προσδιορισμού των ιχνοστοιχείων ενός δείγματος με ακτινοβόληση των νετρονίων του. [< αγγλ. neutron activation (analysis), 1947] [< γαλλ. neutronique, 1934, αγγλ. neutronic, 1934]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

προσθήκη

προσθήκη προ-σθή-κη ουσ. (θηλ.): συμπληρωματική, εκ των υστέρων τοποθέτηση· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) καθετί που προστίθεται σε κάτι, συμπλήρωμα: ~ βάρους. ~ αίθουσας σε κτίριο (βλ. επέκταση).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ιστοσελίδας στα αγαπημένα (: επιλογή αποθήκευσης συγκεκριμένου δικτυακού τόπου σε ειδικό φάκελο του μενού). ~ νέας καταχώρησης σε σάιτ. ~ εικόνας σε κείμενο. ~ ονομάτων σε ηλεκτρονική λίστα. Πβ. πρόσθεση.|| Αναθεωρημένη έκδοση με ~ες. Προτάθηκαν ~ες στο άρθρο ... του νόμου ... [< αρχ. προσθήκη]

ρεμ

ρεμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (παλαιότ.): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα της επίδρασης της ραδιενεργού ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό (σύμβ. rem). Βλ. ραντ. [< αγγλ. R(öntgen) E(quivalent) M(an), 1947]

υπεριώδης

υπεριώδης, ης, ες [ὑπεριώδης] υ-πε-ρι-ώ-δης επίθ. {υπεριώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την υπεριώδη ακτινοβολία: ~ες: μέρος του φάσματος/φως (του ήλιου). ~εις: ακτίνες.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ους. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: υπεριώδης ακτινοβολία: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μικρότερο από το ιώδες του ορατού φάσματος, αλλά μεγαλύτερο από αυτό των ακτίνων Χ. Βλ. υπέρυθρη ακτινοβολία. [< γαλλ.-αγγλ. ultraviolet]

υπέρυθρος

υπέρυθρος, η, ο [ὑπέρυθρος] υ-πέ-ρυ-θρος επίθ.: ΦΥΣ. που παράγει ή χρησιμοποιεί υπέρυθρη ακτινοβολία, σχετίζεται με αυτή ή παρουσιάζει ευαισθησία σε αυτή: ~ος: αισθητήρας/ανιχνευτής/προβολέας/φωτισμός. ~η: κάμερα/τεχνολογία/φασματοσκοπία/φωτογραφία. ~ο: θερμόμετρο/τηλεσκόπιο/τηλεχειριστήριο/φιλμ/φως.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ου. Θύρα ~ύθρων (ενν. ακτίνων). ● ΣΥΜΠΛ.: υπέρυθρη ακτινοβολία: ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μεγαλύτερο από το ερυθρό του ορατού φάσματος, αλλά μικρότερο από αυτό των μικροκυμάτων. Βλ. υπεριώδης ακτινοβολία. [< αρχ. ὑπέρυθρος ΄κοκκινωπός΄, αγγλ. infrared, γαλλ. infrarouge]

φασισμός

φασισμός φα-σι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΠΟΛΙΤ. ιδεολογία, κίνημα ή ολοκληρωτικό καθεστώς με βασικά χαρακτηριστικά τον φυλετικό εθνικισμό, την επεκτατική πολιτική, τον μιλιταρισμό και την άσκηση βίας: ο γερμανικός (= ναζισμός)/ιταλικός ~. Πβ. ακροδεξιά, δικτατορία. Βλ. εκ~, νεο~, οικο~, -ισμός. ΑΝΤ. αντιφασισμός 2. (μτφ.) αυταρχισμός, δεσποτισμός: απροκάλυπτος ~. Βλ. -ισμός. [< ιταλ. fascismo, 1919, γαλλ. fascisme, 1921]

φωτεινότητα

φωτεινότητα φω-τει-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του φωτεινού: εξαιρετική/μέτρια/ρυθμιζόμενη/υψηλή/χαμηλή ~. Η ~ της εικόνας/οθόνης. Η ~ του φακού. Αύξηση/έλεγχος/μείωση/μεταβολές/μέτρηση/ρύθμιση/σήμα της ~ας.|| ~ του δωματίου/χώρου.|| Η ~ του δέρματος/του προσώπου/των χρωμάτων.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Η ~ των άστρων/του Ήλιου (: η ενέργεια που εκλύεται από το σύνολο της επιφάνειας ανά μονάδα χρόνου). Πβ. λαμπρότητα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. σκοτεινότητα [< γαλλ. luminosité]

ψυχολογία

ψυχολογία ψυ-χο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. επιστήμη που μελετά τη συμπεριφορά και τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου· συνεκδ. η αντίστοιχη επιστημονική μελέτη ή το σχετικό πανεπιστημιακό μάθημα ή σύγγραμμα: αναλυτική/αναπτυξιακή/ανθρωπιστική/βιολογική (= βιο~)/γενική/διαπολιτισμική/δικαστική (ή εγκληματολογική)/επαγγελματική/εσωτερική (βλ. παρα~)/εφαρμοσμένη/θετική/ιατρική/οικονομική/ομαδική/πειραματική (βλ. ψυχομετρία)/ποιμαντική/πολιτική/συγκριτική/συνειρμική/σχολική/τουριστική/υπαρξιακή/φαινομενολογική/φιλοσοφική/φροϋδική/φυσιολογική (= ψυχοφυσιολογία) ~. ~ του αθλητισμού (ή αθλητική ~)/της αντίληψης/των ατομικών διαφορών (ή διαφορική ~)/της διαφήμισης/του εαυτού/του Εγώ/του εφήβου (ή εφηβική ~)/των κινήτρων/των λαών (βλ. εθνο~)/της μάθησης/του παιδιού (ή παιδική ~· ΣΥΝ. παιδο~)/της προσωπικότητας/της συμπεριφοράς (= συμπεριφορισμός)/της Τέχνης/της τρίτης ηλικίας/της υγείας/των χρωμάτων. ~ της απασχόλησης/εκπαίδευσης/εργασίας/θρησκείας/οικογένειας. ~ των πελατών/του προσωπικού. Η ~ του πολέμου. || (κατ' επέκτ.) ~ των ζώων. Βλ. μετα~, μορφο~, νευρο~, -λογία. 2. (κατ' επέκτ.) ψυχισμός, ψυχοσύνθεση· ψυχολογική κατάσταση: η ανδρική/γυναικεία ~. Η ~ του καταναλωτή/των χαρακτήρων (ενός μυθιστορήματος· βλ. χαρακτηρολογία). Βαθύς γνώστης της (ανθρώπινης) ~ας (βλ. συναισθηματική νοημοσύνη). Πβ. ιδιο-συγκρασία, -συστασία.|| Έχει αρνητική/άσχημη/εύθραυστη/κακή ~. Πήγε στις εξετάσεις με ανεβασμένη/πεσμένη ~. (προφ.) Η ~ μου είναι χάλια. Η νίκη άλλαξε/ενίσχυσε/τόνωσε την ~ τους. Η έλλειψη ~ας οδήγησε στην ήττα. ● ΣΥΜΠΛ.: ατομική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη προσωπικότητα ως αδιαίρετο σύνολο, ολότητα., βιομηχανική ψυχολογία & οργανωτική/εργασιακή ψυχολογία & ψυχολογία της εργασίας: ΨΥΧΟΛ. έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή ψυχολογικών θεωριών για την κατάλληλη διαχείριση του εργατικού δυναμικού και την αντιμετώπιση προβλημάτων που παρουσιάζουν οι εργαζόμενοι στον χώρο της εργασίας. [< αγγλ. industrial psychology, περ. 1924] , γενετική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. μελετά την επίδραση των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Βλ. αναπτυξιολογία. [< αγγλ. genetic psychology, 1909] , εκπαιδευτική/παιδαγωγική ψυχολογία: ασχολείται με την εφαρμογή ψυχολογικών μεθόδων και κυρ. επιστημονικών δοκιμασιών, για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών θεμάτων, όπως είναι η αξιολόγηση των μαθητών. ΣΥΝ. Ψυχοπαιδαγωγική [< αγγλ. educational psychology] , μορφολογική ψυχολογία & ψυχολογία της μορφής: ΨΥΧΟΛ. εξετάζει την ανθρώπινη αντίληψη και συμπεριφορά ως οργανωμένο σύνολο, ολιστικά, και όχι ως άθροισμα μεμονωμένων αντιδράσεων σε ερεθίσματα. [< γερμ. Gestaltpsychologie, αγγλ. Gestalt psychology, 1924] , συμβουλευτική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. ασχολείται με την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου και την προώθηση της αυτογνωσίας του, ώστε να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. [< αγγλ. counseling psychology] , ψυχολογία του βάθους: ΨΥΧΟΛ. μελετά τον ρόλο του υποσυνείδητου στην ψυχική ζωή. Πβ. ψυχανάλυση. [< γερμ. Tiefenpsychologie, αγγλ. depth psychology, 1924] , γνωστική ψυχολογία βλ. γνωστικός1, εξελικτική ψυχολογία βλ. εξελικτικός, κλινική ψυχολογία βλ. κλινικός, κοινωνική ψυχολογία βλ. κοινωνικός, ομαδική ψυχολογία βλ. ομαδικός, ψυχολογία της μάζας/των μαζών/του όχλου/του πλήθους βλ. μάζα [< γαλλ. psychologie, γερμ. Psychologie, αγγλ. psychology]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.